- προσαμειβομαι
- προσαμείβομαιπροσ-ᾰμείβομαιдор. ποτᾰμείβομαι отвечать
(τινα Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινα Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαμείβομαι — Α απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»] … Dictionary of Greek
προσαμείβειν — προσαμείβομαι answer pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμείβετο — ποτᾱμείβετο , προσαμείβομαι answer imperf ind mp 3rd sg (epic doric aeolic) προσαμείβομαι answer imperf ind mp 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμείβομαι — Α (δωρ. τ.) προσαμείβομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + αμείβομαι] … Dictionary of Greek